- ἐπιβλαβῶς
- ἐπιβλαβήςhurtfuladverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρύπτω — (Α) 1. σχίζω, ξεσχίζω, σπαράζω 2. (σε πένθος) κόπτομαι 3. επιδρώ επιβλαβώς στην υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λέξη που ανάγεται στη ρίζα *der «γδέρνω, ξεσχίζω» τού δέρω* και συνδέεται με το δρέπω*. Ο τ. εμφανίζει σύνθετα σε δρυφής (πρβλ. αμφιδρυφής) … Dictionary of Greek
κακοπράγμων — ον (AM κακοπράγμων, ον) αυτός που ασχολείται με το κακό, που προκαλεί βλάβη, βλαβερός, επιβλαβής («οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι», Ξεν.). επίρρ... κακοπραγμόνως (AM) επιβλαβώς, κατά τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί κακό, βλάβη.… … Dictionary of Greek